αναγεννώμαι — αναγεννώμαι, αναγεννήθηκα, αναγεννημένος βλ. πίν. 61 και πρβλ. αναγεννιέμαι Σημειώσεις: αναγεννώμαι, αναγεννιέμαι : η ενεργητική φωνή (αναγεννώ, βλ. πίν. 60 ) δε συνηθίζεται … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Order of the Phoenix (Greece) — Order of the Phoenix Τάγμα του Φοίνικος Grand Cross and Star of the Order of the Phoenix, III. type Awarded by the President of the Hellenic Republic Type Order … Wikipedia
αναγεννιέμαι — αναγεννιέμαι, αναγεννήθηκα, αναγεννημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. αναγεννώμαι Σημειώσεις: αναγεννώμαι, αναγεννιέμαι : η ενεργητική φωνή (αναγεννώ, βλ. πίν. 60 ) δε συνηθίζεται … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Order of the Phoenix (Greek order) — The Order of the Phoenix (Greek Τάγμα του Φοίνικος) is an Order of Greece, established on May 13, 1926 by the republican government of the Second Hellenic Republic to replace the defunct Royal Order of George I. The Order was retained by the… … Wikipedia
Sacred Band (1821) — The Sacred Band ( el. Ιερός Λόχος ) was a battalion founded by Alexander Ypsilantis at the beginning of the Greek War of Independence, in February 1821 in Wallachia, now part of Romania. Origin and structureIt was named after the Sacred Band of… … Wikipedia
Священный отряд (1821) — Гесс, Петер фон Бой Священного отряда в Драгашанах Священный отряд или Священный корпус (греч. Ιερός Λόχος … Википедия
εξαναγεννώμαι — ἐξαναγεννῶμαι, άομαι (Α) αναγεννώμαι, ξαναγεννιέμαι … Dictionary of Greek
ξαναγίνομαι — 1. γίνομαι πάλι, επαναλαμβάνομαι («αυτό δεν ξανάγινε») 2. κατασκευάζομαι ή δημιουργούμαι πάλι 3. μεταβάλλομαι ριζικά («θωρώ και ξαναγίνηκα», Ερωτόκρ.) 4. (για τη φύση) καταστρέφομαι, ανατρέπομαι («κι ο κόσμος αν ξαναγενεί, άλλο δεν κάνω ταίρι,… … Dictionary of Greek
ξαναγεννώ — άω 1. αναγεννώ, δημιουργώ κάτι ή κάποιον εκ νέου 2. μέσ. ξαναγεννώμαι και ξαναγεννιέμαι και ξαναγεννιούμαι α) γεννιέται για δεύτερη φορά β. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναγεννώμαι, αναζωογονούμαι γ) μεταβάλλομαι ριζικά, γίνομαι εντελώς άλλος («μα… … Dictionary of Greek
ξανακαινουργιώνω — και ξανακαινουριώνω και ξανακαινουργώνω (Μ ξανακαινουργιώνω και ξανακαινουργώνω) 1. κάνω κάτι εκ νέου καινούργιο, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση του, αποκαθιστώ 3. (για γνώσεις, σοφία) αξιοποιώ και βελτιώνω 4.… … Dictionary of Greek